- σκορπιόομαι
- σκορπιό-ομαι,= σκορπιαίνομαι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορπιοί — σκορπιόομαι pres subj mp 2nd sg σκορπιόομαι pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιοῦ — σκορπιόομαι pres imperat mp 2nd sg σκορπιόομαι imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιοῦται — σκορπιόομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπίωσαι — σκορπιόομαι aor imperat mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)